τση

τση
Ν
(αρθρ.) βλ. ο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φούσκωση — η, Ν [φουσκώνω] 1. φούσκωμα, διόγκωση 2. μτφ. α) δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια β) ψυχική οδύνη, θλίψη («φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσῃ, γιατί φοβήθηκε πολύ ο νους τση μη σηκώσει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • φούσκωση — η 1. φούσκωμα (βλ. λ., 1). 2. φούσκωμα (βλ. λ., 4), δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια. 3. δυσφορία στην αναπνοή, δύσπνοια, λαχάνιασμα. 4. ερεθισμός, ψυχική δυσφορία ή οδύνη, θλίψη: Φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσει, γιατί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Zakynthos — Infobox Pref GR |70px name = Zakynthos name local = Νομός Ζακύνθου periph = Ionian Islands capital = Zakynthos population = 41,472 population as of = 2005 pop rank = 51st pop dens = 102.1 popdens rank = 8th area = 406 area rank = 52nd postal code …   Wikipedia

  • Battle of Greece — Part of the Balkans Campaign during World War II …   Wikipedia

  • δυσκολεύω — και δυσκολεύγω Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω 2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω 3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.) 4. γίνομαι δύσκολος 5.… …   Dictionary of Greek

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • καμωσούδι — το (Μ καμωσούδι) συν. στον πληθ. τα καμωσούδια ό,τι κάνει κάποιος με τα χέρια του («σκιάς με τα καμωσούδια τση να θρέφω το κορμί σου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κάμωση (< κάμνω) + κατάλ. ούδι, πρβλ. αγγελ ούδι, κοπελ ούδι] …   Dictionary of Greek

  • κατακρούω — και κατακρούγω (AM κατακρούω) νεοελλ. 1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.) β) «στα βάθη κατακρούω» γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.) γ) «κατακρούω… …   Dictionary of Greek

  • λόχη — και λόγχη, η 1. φωτιά, φλόγα, γλώσσα φωτιάς («τση Κόλασης τη λόχην», Ερωφ.) 2. ζέστη, θερμότητα («ευρίσκετο ο Ρωτόκριτος μέσα στο ναι κ εις τ όχι ώρες σ αέρα δροσερό κι ώρες ς φωτιά κ εις λόχη», Ερωτόκρ.) 3. φως, λάμψη 4. κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”